- αγαθιάρης
- -ιάρα, -ιάρικο [αγαθός]1. ο υπερβολικά, μέχρι ανοησίας, καλός2. εύπιστος3. απονήρευτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγαθιάρης, -α, -ικο — απλοϊκός, κουτός: Ήταν αγαθιάρης κι όλοι τον κορόιδευαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ιάρης — κατάλ. πολλών επιθ. τής Νέας Ελληνικής που χρησιμοποιούνται και ως ουσ. Σχηματίστηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αρης* με ι , το οποίο αποσπάστηκε από το θέμα λέξεων σε ι, ια, ιο κ.τ.ό. (πρβλ. αρρωστ ι άρης, γκριν ι άρης, παιχνιδ ι άρης, χτικ ι… … Dictionary of Greek
αγαθούλης — ούλα, ούλικο [αγαθός] αυτός που κουτοφέρνει, αφελής, αγαθιάρης … Dictionary of Greek
αγαθός — ή, ό (Α ἀγαθός, ή, όν) καλός, χρηστός, ενάρετος νεοελλ. 1. καλόψυχος, άκακος 2. υπερβολικά εύπιστος, αφελής, ανόητος 3. το ουδ. ως ουσ. το αγαθό* αρχ. 1. συνετός, φρόνιμος 2. ευγενής στην καταγωγή 3. γενναίος, ανδρείος 4. αυτός που έχει επίδοση… … Dictionary of Greek
ευήθης — εύηθες (ΑΜ εὐήθης, εὔηθες) υπερβολικά αγαθός και αφελής, χαζός μσν. αρχ. 1. αυτός που έχει καλό ήθος, απλός, ειλικρινής, άδολος («τὸ μὲν τῶν εὐηθεστέρων, τὸ δὲ τῶν πανουργοτάτων» το ένα γνώρισμα τών πιο απλών, άδολων ανθρώπων, το άλλο τών πιο… … Dictionary of Greek